Τελευταία νέα
ΑρχικήΣτήλεςΆρθραΚρίση και…Κροίσοι: Εις ανάμνησιν των παλαιών καλών ημερών!

Κρίση και…Κροίσοι: Εις ανάμνησιν των παλαιών καλών ημερών!

Ο ξένος πελάτης για πολλούς γνωστούς λόγους δεν είναι πια εδώ και ο Έλληνας (ελλείψει καταναλωτικών και λοιπών δανείων) δεν πάει διακοπές ή συρρικνώνει τις δαπάνες του κάνοντας απαιτητική έρευνα αγοράς.

Δοκίμασα πολλές φορές να αρχίσω αυτό το άρθρο, αλλά πάντα ο πρόλογος μου φαινόταν…άκομψος. Όσοι με διαβάζουν εδώ και αλλού ξέρουν πως ποτέ δεν επιθυμώ να θίξω κάποιον. Αντίθετα, ξεκινώντας από την οπτική της Στρατηγικής, ίσως κάποιες φορές γίνομαι αυστηρός ή και επικριτικός για τα λάθη του παρελθόντος και του παρόντος, όχι τόσο προς τα πρόσωπα, όσο -κι ας μη φανεί παράξενο- προς τις συνθήκες εκείνες που καλλιέργησαν μια νοθευμένη επιχειρηματικότητα, που επέτρεψαν να αντιληφθούμε λάθος -δυστυχώς για καιρό!- τους νόμους της αγοράς, που προκάλεσαν τις στρεβλώσεις για τις οποίες γράφω συχνά. Η αφορμή είναι οι διαμαρτυρίες που ακούγονται τον τελευταίο καιρό από επιχειρηματίες του τουρισμού για την ιδιαίτερα μειωμένη κίνηση όπως αυτή φαίνεται στις κρατήσεις του Πάσχα αλλά και όπως εκτιμάται σε σχέση με προηγούμενα έτη για την καλοκαιρινή περίοδο. Σκέφτηκα πολύ αν πρέπει να πάρω θέση, γιατί δε θέλω η πρόθεσή μου να παρεξηγηθεί. Αντίθετα, πάντα παρεμβαίνω συμβουλευτικά και με γνώμονα την εξυγίανση και βελτίωση της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, που άλλωστε αφορά όλους μας. Αποφάσισα τελικά να γράψω για δυο λόγους. Αφενός θέλησα να θυμίσω κάποιες παλιές καλές ημέρες που όλοι νοσταλγικά αναπολούμε, ο καθένας βέβαια για τους δικούς του λόγους, αφετέρου να επιχειρήσω μια προσέγγιση αξιολόγησης του συγκεκριμένου τουριστικού προϊόντος και του τρόπου με τον οποίο αυτό κοστολογήθηκε στο παρελθόν, προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα.

Η περίοδος 1980-2000 στα ελληνικά νησιά θύμιζε κάτι από τις ταινίες “Το χρώμα του χρήματος” και “Καλώς ήρθε το δολάριο”. Οι εισπράξεις πήγαιναν καλά, οι ξένοι τουρίστες μάθαιναν τι εστί “Greek islands” και οι Έλληνες ήταν ελαφρά ανεπιθύμητοι ή τουρίστες β΄ κατηγορίας. Αξίζει να θυμηθούμε μάλιστα πως στο γνωστό bar της νήσου Σ (θα μιλήσω και για άλλη νήσο από Σ!) τα “καλά” τραπέζια ήταν πάντα reserve και οι υπεύθυνοι δε δίσταζαν να υποδεικνύουν σε Έλληνες πελάτες που τυχόν είχαν καθίσει σε κάποιο να μεταφερθούν σε άλλο εσωτερικό προς χάριν των ξένων πελατών. Καλώ στο σημείο αυτό όλους τους φίλους αναγνώστες να σκεφτούν πριν με διαψεύσουν. Αναφορικά με το φαγητό οι υπερτιμολογήσεις ξεκινούσαν από τη γνωστή χωριάτικη σαλάτα, της οποίας η τιμή ήταν αδικαιολόγητη σε συνάρτηση με τα συστατικά της. Για τα ψάρια θα σχολιάσω παρακάτω, γιατί το κεφάλαιο αυτό είναι ιδιαίτερα “ευαίσθητο”. Οι τιμές των καταλυμάτων -όπως όλοι γνωρίζουν- ήταν επίσης προκλητικά δυσανάλογες προς τις παροχές. Όμως όλα αυτά είναι παρελθόν, θα πει κάποιος, και τι σημασία έχουν πια…

Μετά το 2000 τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ. Θα ήθελα να επικαλεστώ εδώ αποσπάσματα από παλαιότερο άρθρο μου, που όμως θεωρώ απαραίτητα: “Χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα διδακτικό είναι το παράδειγμα πολλών ελληνικών νησιών, κυρίως των Κυκλάδων. Οι σημερινοί επιχειρηματίες του χώρου, δεύτερης ή και τρίτης γενιάς, ακόμα κι αν ανακαίνισαν ή επέκτειναν την επιχείρησή τους, δε φαίνεται να έχουν υιοθετήσει νέα αναπτυξιακή αντίληψη. Είναι στατιστικά ελεγχόμενο πως οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ενδιαφερθεί να αποκτήσουν ειδικές γνώσεις σχετικά με τη διαχείριση του ξενοδοχειακού προϊόντος, χωρίς να μιλάμε απαραίτητα για ένα τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

[…] Τα τελευταία χρόνια, που -σε συνάρτηση με την κυριαρχία του διαδικτύου και τη διαφοροποίηση της νοοτροπίας των πελατών- άρχισαν να διατυπώνονται καυστικά σχόλια για πληθώρα επιχειρήσεων, πολλοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να υιοθετήσουν την εύκολη απάντηση “δε θέλω να δουλεύω με Έλληνες”, ενώ ταυτόχρονα όμως παραδέχονται πως η κίνηση έχει μειωθεί σημαντικά. […] Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην εστίαση αξίζει να θυμηθεί κανείς τις κραυγαλέες υπερτιμολογήσεις αγαθών σε συνάρτηση με πρώτες ύλες συχνά αμφίβολης ποιότητας. Προϊόντα που με το χαρακτηρισμό του “ντόπιου” ή του “φρέσκου” εκτινάσσονταν στα ύψη απαιτούσαν απλή λογική ή/και τη σχετική πληροφόρηση για να αντιληφθεί κανείς ότι έφθαναν καθημερινά από τον Πειραιά σε κλίμα μυστικότητας.

[…] Στις περιόδους ευημερίας του παρελθόντος, όταν οι περισσότεροι προορισμοί παρουσίαζαν υψηλούς δείκτες πληρότητας, οι τουριστικοί πράκτορες (αφιερωμένο στο γνωστό Λάκη -ή μήπως Lucky;- από τη νήσο Σ) κατηγορήθηκαν συχνά πως συνέπρατταν με τους ιδιοκτήτες των καταλυμάτων στη λογική της ομηρίας του πελάτη με αποτέλεσμα την εκμετάλλευσή του. Αυτό σήμαινε πως καταλύματα αμφίβολης ποιότητας τιμολογούνταν σε απαράδεκτα υψηλές τιμές στο όνομα της σχέσης προσφοράς-ζήτησης”. Είναι γνωστό λοιπόν πως αυτή είναι η πάγια θέση μου και -επαναλαμβάνω- δεν απορρέει από προσωπική, αλλά από επιστημονική οπτική.

Όποιος απαντά εδώ πως “τα αγαθά ή οι υπηρεσίες κόστιζαν τόσο, άρα και χρεώνονταν ανάλογα”, ας μελετήσει τα σημερινά κοστολόγια και ας συμπεράνει για τα περιθώρια κέρδους. Θεωρώ πως πιο ειλικρινής απάντηση είναι ότι “τότε υπήρχαν λεφτά, ο πελάτης δεν τα υπολόγιζε τόσο…” και λοιπά αυτονόητα. Στο μεταξύ οικοδομήθηκαν πολλά νέα καταλύματα, οι παροχές βελτιώθηκαν, ο ανταγωνισμός γιγαντώθηκε, και μαζί με όλα αυτά επήλθε η οικονομική κρίση. Ο ξένος πελάτης για πολλούς γνωστούς λόγους δεν είναι πια εδώ και ο Έλληνας (ελλείψει καταναλωτικών και λοιπών δανείων) δεν πάει διακοπές ή συρρικνώνει τις δαπάνες του κάνοντας απαιτητική έρευνα αγοράς. Και τότε ο γνωστός κυκλαδίτης επιχειρηματίας που “δε θέλει τους Έλληνες” παραπονιέται για τις κρατήσεις και αναρωτιέται (;) τι φταιει.

Έτσι λοιπόν καταλήξαμε στο σημείο απ’όπου αρχίσαμε. Η λύση δεν είναι βέβαια να περιμένουμε απλά την ανάκαμψη για να κάνουμε τα ίδια. Άλλωστε είναι μάλλον σίγουρο πως για πολλούς προφανείς λόγους δε θα μπορέσουμε να ξανακάνουμε τα ίδια. Ας επιχειρήσουμε μια επαναπροσέγγιση του πελάτη μας και ας οικοδομήσουμε από την αρχή μια νέα σχέση εμπιστοσύνης. Στη νέα τουριστική αγορά που σήμερα διαμορφώνεται με ραγδαίο και βίαιο τρόπο η μόνη ασφαλής επένδυση θα είναι οι αφοσιωμένοι πελάτες. Θα ήθελα να κλείσω με τα προφητικά λόγια του Μάριου Πλωρίτη, ειπωμένα δεκαετίες πριν: “Λυπάμαι που ίσως θεωρηθώ πομπευτής ενός λατρεμένου τόπου. Αλλά τις πομπές άλλοι τις έχουν διαπράξει και τις διαπράττουν κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν. Η καταγγελία τους, και από εδώ, αποτελεί μεγαλύτερο χρέος παρά η υμνολογία…”.
 

Ο Φώτης Παντόπουλος είναι ερευνητής Στρατηγικής Επικοινωνίας & Οργανωσιακής Συμπεριφοράς και σύμβουλος Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων Επιχειρήσεων. Για τυχόν ερωτήσεις ή παρατηρήσεις, επικοινωνείτε μαζί του στο info@prsolutions.gr.

Εκπαιδευτικός - Επικοινωνιολόγος - Σύμβουλος Ασφαλείας - INVESTIMA LLC | + Άρθρα

Ο Φώτης Παντόπουλος είναι επικοινωνιολόγος, ερευνητής Στρατηγικής Επικοινωνίας & Οργανωσιακής Συμπεριφοράς και Σύμβουλος Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων Επιχειρήσεων. Είναι δημιουργός του έργου Innovatebiz στην Ολλανδία και της εταιρείας INVESTIMA στις ΗΠΑ, όπου και δραστηριοποιείται σε πεδία που άπτονται της Επικοινωνίας. Ακόμη, ερευνητής στο Τμήμα Πληροφορικής & Τηλεπικοινωνιών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, διευθυντής Ασφαλείας, Ψηφιακού Μετασχηματισμού & Εκπαίδευσης του Ινστιτούτου Διαχείρισης Ανθρωπογενών και Φυσικών Καταστροφών (ΙΔΑΦΚ) και επιστημονικός υπεύθυνος του “Σχολείου Διδακτικής”.

28/03/2024
27/03/2024
26/03/2024
22/03/2024
21/03/2024
20/03/2024