Τελευταία νέα
ΑρχικήΣτήλεςΆρθραΟι επιδράσεις της Πολιτικής Κινήτρων στην ξενοδοχία: Αναπτυξιακοί νόμοι & επενδύσεις

Οι επιδράσεις της Πολιτικής Κινήτρων στην ξενοδοχία: Αναπτυξιακοί νόμοι & επενδύσεις

Οι επιδράσεις της Πολιτικής Κινήτρων στην ξενοδοχία: Αναπτυξιακοί νόμοι & επενδύσεις

Η πρώτη με ειδικό βάρος πολιτική κινήτρων του ελληνικού κράτους για την αύξηση και ενίσχυση της τουριστικής ανωδομής εκδηλώθηκε με την εφαρμογή του Ν.Δ.1313/1972, «περί μέτρων ενισχύσεως της τουριστικής αναπτύξεως». Με το εν λόγω διάταγμα εκφράστηκε για πρώτη φορά και η πολιτική για την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας. Η πολιτική στήριξης των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων περιελάμβανε μόνο δυο κατηγορίες ενισχύσεων: χρηματοδότηση των ξενοδοχείων με τραπεζικά δάνεια (διαμέσου αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής) και μέτρα φορολογικών και δασμολογικών απαλλαγών. Ακολούθησαν και άλλοι αναπτυξιακοί νόμοι το 1976 και το 1981 (Ν.289/1976 και Ν. 1116/1981) για να καταλήξουμε στο Ν.1262/1982, ο οποίος αποτέλεσε το πλέον ολοκληρωμένο πλαίσιο αναπτυξιακής πολιτικής στον τουρισμό με καθοριστικές επιδράσεις στην τουριστική προσφορά της χώρας. Ο κύριος στόχος που διέπει το εν λόγω αναπτυξιακό πλαίσιο, αλλά και τους μετέπειτα αναπτυξιακούς νόμους είναι η περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, με εργαλείο τη διαίρεση της επικράτειας σε περιοχές υψηλών, μεσαίων και χαμηλών κινήτρων, ώστε με τη διοχέτευση της επενδυτικής δραστηριότητας στις εν λόγω ζώνες να επιτευχθεί η άμβλυνση των ανισοτήτων, η συγκράτηση του πληθυσμού στην περιφέρεια και η αύξηση της απασχόλησης.

Αναλυτικότερα, τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκαν ριζικές αλλαγές στην πολιτική κινήτρων, με την παύση λειτουργίας της Νομισματικής Επιτροπής και την θεσμοθέτηση κινήτρων μείωσης του κεφαλαιακού κόστους, ώστε να διασφαλίζονταν η συμμετοχή του Ε.Τ.Π.Α. στην ενίσχυση της εγχώριας επενδυτικής πρωτοβουλίας. Η βασική καινοτομία του Ν.1262/1982 ήταν η γενίκευση της παροχής επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων επιτοκίου σε όλες τις περιοχές κινήτρων με κλιμακούμενο ποσοστό συμμετοχής στην συνολική δαπάνη της επένδυσης, ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασης. Ο νόμος αυτός λειτούργησε προς δύο βασικές κατευθύνσεις: (α) προς την ίδρυση ενός σημαντικού αριθμού ξενοδοχείων, κινητοποιώντας επενδύσεις ανέγερσης 1.260 μονάδων δυναμικότητας 102.080 κλινών και (β) προς την αύξηση της τουριστικής απασχόλησης, δημιουργώντας 10.797 νέες θέσεις εργασίας, και συμβάλλοντας κατά αυτό τον τρόπο στην αύξηση της απασχόλησης στις τουριστικά ανεπτυγμένες περιοχές της Χώρας εκτός των αστικών κέντρων.

Η εν λόγω πολιτική κινήτρων αποσκοπώντας να ανατρέψει την τάση που επικράτησε κατά τη δεκαετία του 1970 προς τη δημιουργία μεγάλων μονάδων, οι οποίες εμφάνιζαν υψηλό λειτουργικό κόστος και συγχρόνως προσέφεραν υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας, προώθησε μικρές ξενοδοχειακές εκμεταλλεύσεις κατά το πρότυπο της Αυστρίας, της Ελβετίας και της Ιρλανδίας (art hotels, boutique hotels, private hotels κ.ά.), με την παροχή σημαντικών επιχορηγήσεων για την ίδρυση μονάδων έως 300 κλινών. Ωστόσο, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την ασάφεια ως προς τα κριτήρια υπαγωγής που χαρακτήριζε την ασκηθείσα πολιτική κινήτρων, την έλλειψη προ-απαίτησης εκθέσεων βιωσιμότητας των υποψήφιων επενδυτικών σχεδίων και την αδυναμία άμεσης παρακολούθησης των υλοποιούμενων επενδύσεων, συνετέλεσαν στην ανεξέλεγκτη ίδρυση ξενοδοχειακών καταλυμάτων μικρής δυναμικότητας (έως 81 κλίνες) μεσαίων τάξεων, τα οποία δεν ήταν σε θέση να παρέχουν το πλήθος των διαφοροποιημένων υπηρεσιών και ανέσεων που συνθέτουν το κατά περίπτωση ζητούμενο τουριστικό προϊόν. Το φαινόμενο της ποιοτικής υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών οξύνθηκε σημαντικά και από την παροχή κινήτρων σε ενοικιαζόμενα δωμάτια (νόμιμα ή παράνομα) για να μετατραπούν σε ξενοδοχειακές μονάδες Δ΄ και Ε΄ τάξης. Η πολιτική αυτή επέβαλε μια νέα επέμβαση του κράτους χωρικού χαρακτήρα με την εισαγωγή της έννοιας «κορεσμένων περιοχών», και με στόχο την περαιτέρω ανάσχεση συγκέντρωσης ξενοδοχειακών κλινών σε ήδη αναπτυγμένες περιοχές.

Τη δεκαετία του 1990, οι αναπτυξιακοί νόμοι (Ν. 1892/1990 και 2601/1998) εστιάσθηκαν κυρίως στον εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου ξενοδοχειακού δυναμικού, στην κατασκευή έργων ειδικής τουριστικής υποδομής και στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη μετατροπή παραδοσιακών κτιρίων σε ξενοδοχεία. Η ασκηθείσα πολιτική αποθάρρυνε ή σχεδόν απέκλεισε τις επενδύσεις δημιουργίας ξενοδοχειακών κλινών μεσαίων και χαμηλών τάξεων, και επικεντρώθηκε σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού λειτουργούντων ξενοδοχείων και μετατροπής αξιόλογων κτιρίων σε κύρια τουριστικά καταλύματα. Ειδικότερα, ο Ν.1892/1990 συνεισέφερε στην ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών της ελληνικής ξενοδοχίας, καθώς η πλειονότητα των επενδύσεων και των πόρων που κινητοποιήθηκαν αφορούσε τον εκσυγχρονισμό λειτουργούντων ξενοδοχειακών μονάδων (303 σχέδια έναντι των 542 ολοκληρωμένων επενδυτικών σχεδίων). Λαμβάνοντας, όμως, ως βάση αναφοράς το ξενοδοχειακό δυναμικό του 1990, και ιδιαίτερα τις επιλέξιμες από τον αναπτυξιακό νόμο τάξεις ξενοδοχείων (ΑΑ΄-Γ΄) διαπιστώνεται ότι αυτή η προσπάθεια είχε περιορισμένα αποτελέσματα, αφού συνεισέφερε στην ανακαίνιση μόλις του 6,27% και του 14,23% των λειτουργούντων μονάδων και κλινών της χώρας. Η εν λόγω πολιτική συνέβαλε, επίσης (έστω και σε περιορισμένη κλίμακα), στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής ξενοδοχίας, διαμέσου της ενίσχυσης 183 νέων ξενοδοχειακών μονάδων Α΄ και Β΄ τάξης, οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 80,07%των νέων επιδοτούμενων κλινών.

Η διασπορά των ιδιωτικών ξενοδοχειακών επενδύσεων, την περίοδο 1990-1997, ήταν ελαφρώς καλύτερη εξαιτίας της μείωσης των επενδύσεων στον Νομό Δωδεκανήσου (λόγω κορεσμού). Ωστόσο, υψηλούς ρυθμούς αύξησης των ξενοδοχειακών τους κλινών εμφάνισαν κυρίως οι τουριστικά ανεπτυγμένοι νομοί. Στην κατάσταση αυτή συνέβαλε η καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης για εξαίρεση των περιοχών αυτών από τα κίνητρα μείωσης του κεφαλαιακού κόστους (έως και το Μάιο του 1995) και η λειτουργική νομιμοποίηση ενός σημαντικού αριθμού παράνομων ξενοδοχειακών κλινών και ενοικιαζόμενων δωματίων.

Την επόμενη επταετία, 1998-2004 η ασκηθείσα πολιτική κινήτρων, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τον νόμο 2601/1998, περιόρισε ακόμα περισσότερο τις επιχορηγήσεις, δίνοντας πρόσβαση μόνο σε νέους φορείς σε αυτή την μορφή ενίσχυσης. Συγκριμένα, τα περιορισμένα ποσοστά ενίσχυσης (κυμάνθηκε στο 20,81%) για την ίδρυση ξενοδοχειακών μονάδων λειτούργησαν αρνητικά ως προς την ιδιωτική πρωτοβουλία για τη δημιουργία νέων μονάδων υψηλών τάξεων σε περιοχές με μέση ή χαμηλή τουριστική ένταση, εφόσον σχεδόν το 80%του συνολικού κόστους καλύπτονταν από τα ιδία κεφάλαια και το δάνειο, θέτοντας σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας στις μονάδες αυτές. Γεγονός που διαφαίνεται και από τον εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό επενδύσεων ίδρυσης ξενοδοχειακών μονάδων (63) που πραγματοποιήθηκαν. Η προσθήκη νέων κλινών στο ξενοδοχειακό κεφάλαιο προήλθαν κυρίως από επενδύσεις μετατροπής παραδοσιακών κτιρίων σε ξενοδοχεία, καθώς ήταν η μόνη κατηγορία σχεδίων όπου το ποσοστό ενίσχυσης κυμάνθηκε στο 40,78% και δεν υφίσταντο χωρικοί περιορισμοί. Το σημαντικότερο επίτευγμα, ωστόσο, της εν λόγω πολιτικής κινήτρων ήταν η κινητοποίηση ενός αυξημένου αριθμού επενδύσεων εκσυγχρονισμού ξενοδοχείων, με αποτέλεσμα την ανακαίνιση 80.649 κλινών (το 10,59% και το 15,42% των λειτουργούντων μονάδων και των κλινών αντίστοιχα), έναντι των 72.221 κλινών που εκσυγχρονίστηκαν στα πλαίσια των δυο προγενέστερων νόμων. Η παρούσα πολιτική εστιάσθηκε στην ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων του ελληνικού τουρισμού διαμέσου της ενθάρρυνσης επενδύσεων εκσυγχρονισμού κυρίως σε ξενοδοχεία υψηλών τάξεων, γεγονός το οποίο διαφαίνεται και μέσα από τη ποσοστιαία κατανομή των κλινών που ανακαινίστηκαν, οι οποίες ήταν κυρίως Α΄ τάξης (κατέλαβαν το 38,59%).

Οι επιδράσεις του Ν. 3299/2004 στις τουριστικές επενδύσεις
Σκοπός της επενδυτικής πολιτικής της τελευταίας πενταετίας, όπως αυτή εκφράζεται διαμέσου του Ν. 3299/2004, είναι η ενδυνάμωση της ισόρροπης ανάπτυξης, η αύξηση της απασχόλησης και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Επίσης, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η προώθηση της τεχνολογικής αλλαγής και της καινοτομίας, η προστασία του περιβάλλοντος, η εξοικονόμηση ενέργειας και η επίτευξη της περιφερειακής σύγκλισης.

Ειδικότερα, με τον Ν. 3299/2004 ενισχύονται, συνοπτικά, οι ακόλουθες κατηγορίες επενδυτικών σχεδίων:

  • Ίδρυση ή επέκταση Ξενοδοχειακών μονάδων τουλάχιστον 3* αστέρων
  • Εκσυγχρονισμός λειτουργουσών Ξενοδοχειακών μονάδων τουλάχιστον 2* αστέρων
  • Μετατροπή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτιρίων σε ξενοδοχειακές μονάδες τουλάχιστον 2* αστέρων
  • Εκσυγχρονισμός ξενοδοχειακών μονάδων τουλάχιστον 2* αστέρων, με την προσθήκη νέων κοινόχρηστων χώρων και την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών.
  • Ίδρυση/επέκταση/εκσυγχρονισμός Εγκαταστάσεων Ειδικής Τουριστικής Υποδομής.

Η πολιτική αυτή εντάσσεται και λειτουργεί σε τρεις ζώνες κινήτρων όπου η ένταση των κινήτρων στις περιοχές διαφοροποιείται σύμφωνα με το είδος της επένδυσης, το μέγεθος της επιχείρησης και, για πρώτη φορά, σύμφωνα με το χρονικό πλαίσιο υλοποίησή της.

Αξιοσημείωτο είναι ότι υπάρχουν διακριτά τμήματα, ακόμα και σύνολα νομών σε όλες τις περιοχές κινήτρων, όπου τα επενδυτικά σχέδια μικρό-μεσαίων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων δύνανται να καλύπτουν μέχρι και το 60% της συνολικής τους δαπάνης.

Η πολιτική κινήτρων έχει αλλάξει λογική και από την επικέντρωσή της, την προηγούμενη δεκαπενταετία, στην ενθάρρυνση επενδύσεων εκσυγχρονισμού υφιστάμενων μονάδων έγινε επεκτατική πολιτική, η οποία στράφηκε στην επιτάχυνση του ρυθμού δημιουργίας νέων ξενοδοχειακών κλινών.

Αναλυτικότερα, στο σύστημα κινήτρων του Ν. 3299/2004 (Μάιο 2005- Μάιο 2010) έχουν υπαχθεί 1.784 ξενοδοχειακές επενδύσεις, με τις οποίες δημιουργούνται συνολικά 64.100 νέες ξενοδοχειακές κλίνες και 4.515 νέες κλίνες από μετατροπή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτιρίων, καθώς επίσης δημιουργούνται 14.742 νέες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα, με τα τελευταία διαθέσιμα απολογιστικά στοιχεία (Μάιος 2010) έχουν ολοκληρωθεί 355 επενδυτικά σχέδια στο σύνολο της χώρας, δηλαδή το ποσοστό ολοκλήρωσης του συγκεκριμένου νόμου φθάνει ήδη στο 20%, αρκετά υψηλό ποσοστό, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι σχεδόν το ήμισυ των εγκεκριμένων επενδύσεων, υπήχθησαν στα κίνητρα του νόμου την τελευταία διετία.

Εκσυγχρονισμός ξενοδοχείων
Στις διατάξεις του νόμου έχουν υπαχθεί 804 ξενοδοχειακές μονάδες, η πλειονότητα αυτών των επενδυτικών σχεδίων αφορά κλίνες 4* και 3* αστέρων (70%). Η κατανομή εκσυγχρονιζόμενων κλινών (142.022 κλίνες), όπως είναι φυσικό αφορά πρωτίστως τις περιοχές όπου συγκεντρώνουν μεγάλο ξενοδοχειακό δυναμικό.

Η ανακαίνιση ενός σημαντικού ποσοστού των λειτουργούντων ξενοδοχειακών κλινών, όμως, δεν συνεπάγεται και τον απαιτούμενο εμπλουτισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών τους, καθώς υλοποιούνται σε σημαντικό βαθμό επενδύσεις πολύ χαμηλού κόστους. Αξίζει, μάλιστα να σημειωθεί, ότι από το σύνολο των σχεδίων εκσυγχρονισμού μόνο 90 επενδύσεις με τον εκσυγχρονισμό τους έχουν αναβαθμιστεί και σε ανώτερη κατηγορία αστεριών. Σημαντικό τμήμα αυτών των επενδυτικών σχεδίων (52) εντάχθηκαν στις διατάξεις του νόμου κατά την διετία 2006-2007, λόγω της προσαύξησης κατά 5% του ποσοστού επιχορήγησης στις περιπτώσεις επενδύσεων εκσυγχρονισμού και προαγωγής σε κατηγορία 4* ή 5* αστέρων, που ίσχυε. Από τα στοιχεία αυτά θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι οι διαδικασίες προαγωγής των ξενοδοχείων είναι επίπονες και δαπανηρές (περιβαλλοντική αδειοδότηση με την υποβολή τροποποιητικών σχεδίων προς έγκριση από τις ΠΥΤ του ΕΟΤ, σχετικές μελέτες μηχανικών κ.λπ.) παρά την τροποποίηση των προδιαγραφών του Π.Δ.43/02, η οποία έχει θεσμοθετήσει ελαστικότερες απαιτήσεις σε θέματα προαγωγής των ξενοδοχείων.

Ίδρυση / επέκταση ξενοδοχειακών μονάδων
Συγχρόνως, η εφαρμογή του αναπτυξιακού νόμου έχει εγείρει ένα σημαντικό αριθμό επενδυτικών σχεδίων δημιουργίας νέων ξενοδοχειακών κλινών. Συγκεκριμένα, στις διατάξεις του νόμου έχουν υπαχθεί συνολικά 704 επενδύσεις ίδρυσης / επέκτασης ξενοδοχείων 3* αστέρων (Β΄ τάξης) και άνω, συνολικής δυναμικότητας 64.100 κλινών. Η κατανομή των κλινών ανά κατηγορία, έχει ως εξής:

  • οι 41.634 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 5* αστέρων (πολυτελείας), δηλ. το 64,9% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας
  • οι 11.249 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 4* αστέρων (Α΄ τάξης), δηλ. το 17,6% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας
  • και οι 11.217 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 3* αστέρων, δηλ. το 17,5% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας.

Αναλυτικότερα, έντονη επενδυτική κινητικότητα εμφανίζεται σε νομούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι οποίοι παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν από υστέρηση επενδυτικών σχεδίων αυτής της κατηγορίας (όπως οι νομοί Καρδίτσας, Τρικάλων, Γρεβενών, Σερρών, Πέλλης, Αρκαδίας και Λακωνίας κ.ά.), ως αποτέλεσμα των υψηλών ποσοστών ενίσχυσης και της αυξανόμενης κίνησης ημεδαπών τουριστών που σημειώνεται στην επικράτειά τους, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται σε αυτές τις περιοχές αφορούν, ως επί το πλείστον, νέες μονάδες 4* και 3*, μικρο-μεσαίου μεγέθους.

Η πλειονότητα των επενδύσεων ίδρυσης ξενοδοχειακών μονάδων, όμως, αφορά ξενοδοχεία πολυτελείας (66%) που χωροθετούνται σε τουριστικά ανεπτυγμένους και αναπτυσσόμενους προορισμούς του παράκτιου και νησιωτικού χώρου, λόγω της άρσης των χωρικών περιορισμών. Στις νήσους Ρόδο και Κω, προβλέπεται να συσσωρευτεί περίπου το 42% των ενισχυόμενων κλινών πολυτελείας. Έντονη είναι η αίσθηση ότι η συγκέντρωση των νέων κλινών πολυτελείας πρόκειται να οξύνει το πρόβλημα υπερπροσφοράς, καθώς η τουριστική περίοδος συρρικνώνεται.

Μετατροπή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτιρίων σε ξενοδοχειακές μονάδες
Η επενδυτική δραστηριότητα σε αυτή την κατηγορία εμφανίζει στασιμότητα, έως και μια σχετική κάμψη, καθώς τα σχέδια αυτής της επενδυτικής κατηγορίας καταλαμβάνουν ένα αισθητά μειωμένο μέρος από το σύνολο των ενισχυόμενων επενδύσεων με το κείμενο σύστημα κινήτρων, εν συγκρίσει με τον προηγούμενο νόμο (15% έναντι του 23,5%).

Συγκεκριμένα, στις διατάξεις του Ν.3299/04 έχουν υπαχθεί 267 επενδύσεις, συνολικού προϋπολογισμού 188.291.409 ευρώ στον οποίο αντιστοιχεί επιχορήγηση 88.291.669 ευρώ (δηλ. το 48%). Από την εν λόγω επενδυτική δραστηριότητα πρόκειται να δημιουργηθούν 4.515 νέες κλίνες εκ των οποίων:

  • και οι 778 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 5* αστέρων, δηλ. το 17,2% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας
  • οι 2.372 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 4* αστέρων, δηλ. το 52,5% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας
  • οι 1.302 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 3* αστέρων, δηλ. το 28,8% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας
  • και μόλις οι 63 κλίνες αφορούν ξενοδοχεία 2* αστέρων, δηλ. το 1,4% των ενισχυόμενων κλινών αυτής της κατηγορίας.

Τα περιορισμένα ποσοστά ενίσχυσης του Ν. 2601/98 (κυμάνθηκαν στο 20.81%) για την ίδρυση ξενοδοχειακών μονάδων λειτούργησαν αρνητικά ως προς την ιδιωτική πρωτοβουλία για την δημιουργία νέων μονάδων υψηλών τάξεων σε περιοχές με μέση ή χαμηλή τουριστική ένταση, εφόσον σχεδόν το 80%του συνολικού κόστους καλύπτονταν από τα ιδία κεφάλαια και το δάνειο, θέτοντας σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας στις μονάδες αυτές. Η προσθήκη νέων κλινών στο ξενοδοχειακό κεφάλαιο προήλθαν κυρίως από επενδύσεις μετατροπής παραδοσιακών κτιρίων σε ξενοδοχεία, καθώς ήταν η μόνη κατηγορία σχεδίων όπου το ποσοστό ενίσχυσης κυμάνθηκε στο 40,78% και δεν υφίσταντο χωρικοί περιορισμοί. Η πλειονότητα των ξενοδοχειακών κλινών εκ μετατροπής χωροθετούνται σε ήδη τουριστικά ανεπτυγμένες με πλούσια αρχιτεκτονική παράδοση περιοχές (όπως η περιοχή του Πηλίου του Ν. Μαγνησίας, η πάλαια πόλη του Ρεθύμνου και των Χανίων, οι νήσοι Σαντορίνη και Σύρος του Ν. Κυκλάδων κ.ά.), αλλά και σε αναπτυσσόμενους προορισμούς ιδίως του εσωτερικού τουρισμού (όπως τα Ζαγοροχώρια του Ν. Ιωαννίνων, οι παραδοσιακοί οικισμοί του δήμου Οιτύλου του Ν. Λακωνίας, η Μάνη του Ν. Αρκαδίας κ.ά.

Προσθήκη συμπληρωματικών εγκαταστάσεων σε λειτουργούσες ξενοδοχειακές μονάδες
Η συγκεκριμένη επενδυτική κατηγορία θεσμοθετήθηκε με το Ν.2941/2001 και αφορά στη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων (όπως αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, πισίνες, αθλητικές εγκαταστάσεις, parking κ.λπ.) σε ξενοδοχεία 2* αστέρων και άνω. Σύμφωνα, με τα διαθέσιμα στοιχεία στο σύστημα κινήτρων του Ν. 3299/04 έχουν υπαχθεί 45 επενδυτικά σχέδια αυτής της κατηγορίας, συνολικού προϋπολογισμού 85.491.565 ευρώ, με το ποσοστό της επιχορήγησης να φθάνει στο 37,4%. Αυτός ο περιορισμένος αριθμός επενδυτικών σχεδίων καταδεικνύει το μειωμένο ενδιαφέρον της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την συγκεκριμένη επενδυτική δραστηριότητα, και ουσιαστικά υποδεικνύει την προτίμηση των επενδυτών για σχέδια ίδρυσης ή επέκτασης ξενοδοχειακών μονάδων, και συνεπώς την προτίμηση τους σε σχέδια δημιουργίας νέων υπνοδωματίων, και όχι στη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων αναβάθμισης των υπηρεσιών της μονάδας τους, καθώς ο αριθμός των κλινών είναι αυτός που δημιουργεί τα βασικά έσοδα των μονάδων από τις διανυκτερεύσεις.

Εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία έχουν υπαχθεί στο ν.3299/04 συνολικά 22 επενδύσεις αυτού του είδους. Οι εν λόγω επενδύσεις παρουσιάζουν μια μικρή μείωση του αριθμού τους (κατά 6 επενδύσεις) σε σχέση με τις αντίστοιχες επενδύσεις που είχαν υπαχθεί στο Ν.2601/98, δηλαδή από 28 έγιναν 22. Παρόλο που η μέση επιχορήγηση των εν λόγω επενδυτικών σχεδίων του Ν.3299/04 ανήλθε σε 46%, έναντι του 36% που διαμορφώθηκε με τον προηγούμενο νόμο. Η συντριπτική τους πλειοψηφία των ενισχυόμενων σχεδίων αυτής της επενδυτικής κατηγορίας, και στα δύο καθεστώτα, αφορά την ίδρυση και τον εκσυγχρονισμό Συνεδριακών Κέντρων (12 σχέδια με το Ν.2602/98, και 10 σχέδια με το Ν.3299/04).

Αυτός ο μικρός αριθμός επενδυτικών σχεδίων σε αυτή την κατηγορία, σύμφωνα και με τον ΕΟΤ, οφείλεται κυρίως στην προτίμηση των επενδυτών να συμπεριλαμβάνουν στα σχέδια ίδρυσης / επέκτασης ξενοδοχείων, τη δημιουργία ειδικών χώρων παροχής πρόσθετων υπηρεσιών, αντί για συνεδριακά κέντρα και κέντρα θαλασσοθεραπείας, καθώς θεωρούν αυτή την επενδυτική απόφαση πιο συμφέρουσα λύση από άποψη χρόνου, διαδικασιών και δικαιολογητικών (παρά το υψηλότερο ποσοστό επιχορήγησης, κατά 5%).

Σύνοψη
Από τα διαχρονικά αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται ότι η ασκηθείσα πιστωτική πολιτική χωρίς την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου και επιτακτικού εθνικού χωροταξικού σχεδίου και ο καθαρά ενδεικτικός χαρακτήρας του δημοσιο-επενδυτικού προγράμματος (ο οποίος σε μεγάλο βαθμό έμεινε και ανεφάρμοστος) συνέτειναν:

  • στην ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας στα παραδοσιακά κέντρα τουρισμού (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ρόδος, Κέρκυρα, κ.ά.)
  • στη δημιουργία νέων τουριστικών συγκεντρώσεων πάγιων εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας (Ηρακλείου, Χαλκιδικής, Λασιθίου, Ζακύνθου κ.ά.) και
  • στην ταυτόχρονη δημιουργία ενός αριθμού νέων και μικρής κλίμακας τουριστικών κέντρων (Κυκλάδων, Χανίων, Ρεθύμνης, Μαγνησίας, Πιερίας, Αργολίδας, Καβάλας, Σάμου, Λέσβου, Κεφαλληνίας και Φθιώτιδας).

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι το στοιχείο της ανεπάρκειας μιας ικανοποιητικής υποδομής. Η ανατροπή αυτής της κατάστασης δεν επιτεύχθηκε ούτε με την ασκηθείσα πολιτική κινήτρων, κατά το χρονικό διάστημα 1990-2004. Σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία, των ελληνικών ξενοδοχείων είναι μικρού μεγέθους – το μέσο μέγεθος 39 νομών είναι μικρότερο από εκείνο της χώρας (δηλαδή μικρότερο των 76 κλινών) -, μεσαίων τάξεων, γεγονός που υπογραμμίζει την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων από άποψη ποικιλίας και ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών, και κατ’επέκταση της «οικονομικής ποιότητας» των τουριστών. Η άρση, όμως, του κορεσμού και η ανάπτυξη ξενοδοχειακών συγκροτημάτων πολυτελείας, χωριών διακοπών και παραθεριστικής κατοικίας – επιδιώξεις της τουριστικής πολιτικής των τελευταίων ετών – δεν αποτελεί πανάκεια, καθώς οι μονάδες αυτές λειτουργούν όλο ένα και περισσότερο με το σύστημα «all inclusive», με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται σε «τουριστικά γκέτο», όπου οι οικονομικές αλληλεπιδράσεις με την τοπική κοινωνία είναι περιορισμένες.

Συγκριτικά, με τον προηγούμενο αναπτυξιακό νόμο τα αποτελέσματα του Ν. 3299/04 στην ανάπτυξη της ξενοδοχίας, μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:

  • αύξηση του αριθμού των εγκεκριμένων ενισχυόμενων επενδύσεων του Ν. 3299/04 κατά 44,7%, με αντίστοιχη άνοδο του προϋπολογισμού του συνόλου των τουριστικών επενδύσεων του Ν.3299/04 κατά 81,5%, σε σχέση με τις τουριστικές επενδύσεις του Ν.2601/98.
  • το μέσο ποσοστό επιχορήγησης των επενδύσεων του Ν.2601/98 ανέρχεται στο 28,4%, ενώ το αντίστοιχο του Ν.3299/04 ανέρχεται στο 43,4%.
  • η συντριπτική πλειονότητα των ενισχυόμενων επενδυτικών σχεδίων του Ν.2601/98 αφορούσαν επενδύσεις εκσυγχρονισμού ξενοδοχείων (63,5%), εν αντιθέσει με τα υπαγόμενα αναπτυξιακά σχέδια στο Ν.3299/04 όπου αφορούν τόσο τον εκσυγχρονισμό λειτουργούντων ξενοδοχειακών μονάδων (45,5%) όσο και τη δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων (39,5%), κυρίως πολυτελείας.
  • το μέσο κόστος ανά κλίνη στις επενδύσεις εκσυγχρονισμού του Ν.2601/98 ανήλθε στα 7.166 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του Ν.3299/04 ανέρχεται στα 13.309 ευρώ.
  • Το μέσο κόστος ανά κλίνη στις επενδύσεις ίδρυσης/επέκτασης ξενοδοχείων του Ν.2601/98 ανήλθε στα 24.279 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του Ν.3299/04 στα 54.950 ευρώ.

Τα κίνητρα του Ν.3299/04 είναι ελκυστικότερα από εκείνα του Ν.2601/98. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως το αποτέλεσμα της πολιτικής κινήτρων του Ν. 3299/2004 είναι μια αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα, η οποία οφείλεται κυρίως στις μεγάλες επιδοτήσεις παρά στη διαπιστωμένη ανάγκη για ξενοδοχειακά καταλύματα. Πολλές από τις ξενοδοχειακές μονάδες που τελικά θα προκύψουν, θα είναι περισσότερο συνέπεια μιας καλής επιχειρηματικής ευκαιρίας για διείσδυση σε ένα κλάδο, ο οποίος ενισχύεται σε σημαντικό βαθμό από το κράτος. Σε αυτά τα πλαίσια, οι τροποποιήσεις του αναπτυξιακού νόμου (N.3631/2008 και N. 3752/2009) κρίθηκαν αναγκαίες, καθώς έκλεισαν ελαφρά τη στρόφιγγα των παροχών, δίνοντας έμφαση στα φορολογικά κίνητρα, και καθιστώντας ασταθές το επενδυτικό περιβάλλον για ίδρυση/επέκταση ξενοδοχείων, ιδίως σε περιοχές τουριστικά κορεσμένες.

Παράλληλα, όμως, η προσπάθεια περιορισμού των επενδύσεων εκσυγχρονισμού ξενοδοχείων μόνο στις περιπτώσεις που η μονάδα προάγεται στα 4* αστέρια τουλάχιστον, προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις. Μια διάταξη, η οποία παραπέμπει τη πλειοψηφία των υπό εκσυγχρονισμό ξενοδοχείων στα προγράμματα του ΕΣΠΑ, όπου τα κονδύλια είναι περιορισμένα. Η λογική μετατροπής όλων των ελληνικών ξενοδοχείων σε μονάδες 4*και 5* αστέρων, είναι σε σημαντικό βαθμό αντίθετη με τις ανάγκες και της επιθυμίες της τουριστικής ζήτησης και ιδίως με τις επιθυμίες του εσωτερικού τουρισμού μέσης και χαμηλής εισοδηματικής στάθμης. Καθώς υφίσταται ζήτηση για όλες τις λειτουργικές μορφές και τάξεις καταλυμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι σε θέση να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες, και όχι κατΆανάγκην πολυτελείς υπηρεσίες.

Γενικά, η πολιτική που ακολουθήθηκε, ανεξαρτήτως του τι επιθυμούσε κάθε φορά επαύξησε τις ίδιες συγκεντρώσεις με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Η ασκηθείσα πιστωτική πολιτική στηρίχθηκε περισσότερο σε κοινωνικό-πολιτικά κριτήρια και λιγότερο στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του τόπου. Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός τουρισμός καθΆόλη την διάρκεια της εξέλιξής του είναι το έλλειμμα οικονομικής, πολιτικής άποψης και σκέψης σχετικά με το τι είναι, πως λειτουργεί στην κοινωνική και οικονομική δομή της χώρας και συνεπώς ποια είναι η θέση του τουρισμού στην δομή και την ιεράρχηση των πολιτικών του κράτους. Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια μιας ιδεολογικά νεοφιλελεύθερης θεωρίας και πρακτικής, σήμερα προωθούνται πολιτικές «εκποίησης» και «απαλλαγής» του κράτους από τις περιουσίες και τις λειτουργίες του. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η χωρική και λειτουργική συγκρότηση της ελληνικής ξενοδοχίας δεν συνδυάζεται από μια μακροπρόθεσμη χρηματοδοτική πολιτική, ικανή να βελτιώσει το αναγκαίο, στην εξέλιξη του όγκου τουριστικής παραγωγής, επίπεδο υποδομής και ανωδομής.

 

*Η δρ. Αιμιλία Βλάμη είναι Λέκτορας (Π.Δ. 407/80) στο Τμήμα Περιφερειακής Οικονομικής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδας & Επιστημονική Συνεργάτης στο Τμ. Τουριστικών Επιχειρήσεων, Τ.Ε.Ι. Πάτρας.
Η εν λόγω εργασία στηρίζεται στα αποτελέσματα μιας ερευνητικής προσπάθειας (διδακτορικής διατριβής), η οποία αποσκοπούσε σε μια συνολική θεώρηση και ερμηνεία της χρηματοδοτικής πολιτικής της τουριστικής ανάπτυξης των χωρών υποδοχής, με ιδιαίτερη προσέγγιση την ελληνική περίπτωση.

Ιστοσελίδα | + Άρθρα
16/04/2024
15/04/2024
12/04/2024
11/04/2024
10/04/2024
09/04/2024