Τελευταία νέα
ΑρχικήΣτήλεςΆρθραΗ αντισυνταγματικότητα της υποχρεωτικής ποσόστωσης της δημόσιας εκτέλεσης ελληνόφωνου τραγουδιού στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων, εμπορικών κέντρων και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων
Άρθρο

Η αντισυνταγματικότητα της υποχρεωτικής ποσόστωσης της δημόσιας εκτέλεσης ελληνόφωνου τραγουδιού στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων, εμπορικών κέντρων και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων

Ο νόμος 5103/2024 υιοθετεί μέτρα για την προώθηση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, επιβάλλοντας ποσόστωση στη δημόσια εκτέλεση σε επιχειρήσεις και μεταφορικά μέσα, προκαλώντας αντιδράσεις για πιθανή αντισυνταγματικότητα.

Με το νόμο 5103/2024, «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και των ηχογραφημάτων νέων δημιουργών ή καλλιτεχνών, καθώς και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς…» (ΦΕΚ Α΄ 57/19-4-2024), προβλέφθηκε η υποχρεωτική ποσόστωση τουλάχιστον κατά 40% (από 45% που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση), της δημόσιας εκτέλεσης ελληνόφωνου τραγουδιού στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων, σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων (εμπορικών κέντρων και καζίνο), καθώς και στους κοινόχρηστους χώρους των μέσων μαζικής μεταφοράς και στους χώρους αναμονής επιβατών αερολιμένων και λιμένων.

Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την έντονη αντίδραση ιδίως των φορέων του ελληνικού τουρισμού, οι οποίοι ζήτησαν από το Υπουργείο Πολιτισμού την απόσυρση των επίμαχων διατάξεων του σχεδίου νόμου, χαρακτηρίζοντας τις προωθούμενες ρυθμίσεις ως «αντισυνταγματικές και αντικοινοτικές». Δηλώνοντας παράλληλα, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα που τους παρέχει η ελληνική και η ενωσιακή νομοθεσία, ώστε να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά τους.

Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζονται οι επίμαχες διατάξεις του νόμου 5103/2024 και καταγράφονται συνοπτικά τα βασικότερα ζητήματα αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων του. Ειδικότερα:

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου, σκοπός των επίμαχων διατάξεων είναι: «α) η λήψη μέτρων για την ενδυνάμωση της προστασίας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, και β) ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση του πλαισίου προστασίας και προώθησης του ελληνόφωνου τραγουδιού και των νέων ηχογραφημάτων, καθώς και η προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, ως μέσων για τη διατήρηση και έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητας και την ανάδειξη, τη διαφύλαξη και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς».

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου, αντικείμενο των επίμαχων διατάξεων είναι: «γ) η εισαγωγή υποχρέωσης εκτέλεσης συγκεκριμένου ποσοστού ελληνόφωνου τραγουδιού σε συγκεκριμένους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχειακών και σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, των εμπορικών κέντρων, των καζίνο και των μέσων μαζικής μεταφοράς, καθώς και στους χώρους αναμονής επιβατών αερολιμένων και λιμένων».

Η διάταξη αυτή, η οποία εισάγει υποχρέωση περιοριστικού χαρακτήρα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να εξεταστεί συνδυαστικά με το αμέσως προηγούμενο εδάφιο του ίδιου άρθρου, το οποίο ορίζει, ότι αντικείμενο των διατάξεων του ίδιου μέρους του νόμου είναι και: «β) η θέσπιση κινήτρων για την αύξηση της μετάδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και των νέων ηχογραφημάτων από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, ενημερωτικούς και μη».

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι για τις μεν ιδιωτικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, σύνθετα τουριστικά καταλύματα, εμπορικά κέντρα κλπ.) εισάγεται υποχρεωτική περιοριστική ρύθμιση (ποσόστωση), ενώ για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς θεσπίζονται απλώς κίνητρα και όχι κάποια αντίστοιχη υποχρέωση. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση της συνταγματικότητας των επίμαχων ρυθμίσεων, καθόσον, σε αντίθεση με ότι ισχύει για τις προαναφερθείσες ιδιωτικές επιχειρήσεις, το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζει ρητά, ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους» (βλ. αναλυτικότερα, Ι. Γκιτσάκη, Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημοσίου έργου, σελ. 766 επ.).

Στο άρθρο 3 δίδονται οι ορισμοί κάποιων βασικών εννοιών. Ειδικότερα, ως «ελληνόφωνο τραγούδι» ορίζεται «το μουσικό έργο που συντίθεται από μουσική και στίχο, εφόσον το ήμισυ τουλάχιστον της διάρκειάς του καταλαμβάνεται από κείμενο στην ελληνική γλώσσα. Στην έννοια του ελληνόφωνου τραγουδιού συμπεριλαμβάνεται και η ορχηστρική μουσική απόδοση ελληνόφωνου τραγουδιού, καθώς και τα μουσικά έργα χωρίς στίχο που έχουν ηχογραφηθεί στην ελληνική επικράτεια». Ως «μορφότυπος» ορίζεται «ο ενιαίος κατάλογος έργων κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 24 του ν. 4481/2017 … που έχουν εκτελέσει δημόσια οι υπόχρεοι των άρθρων 8, 9, 10 και 11 του παρόντος και στον οποίο συμπεριλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον ο τίτλος και η διάρκεια των έργων, τα στοιχεία των συνθετών και τα στοιχεία των στιχουργών αυτών». Ενώ, ως «κοινόχρηστοι χώροι» των ξενοδοχείων και των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, «νοούνται αποκλειστικά οι χώροι εισόδου, υποδοχής αυτών και οι ανελκυστήρες».

Το άρθρο 7 αφορά στην παροχή κινήτρων στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, ενημερωτικούς και μη, για την αύξηση του χρόνου μετάδοσης ελληνόφωνου τραγουδιού. Ειδικότερα, ως κίνητρο προβλέπεται η προσαύξηση του επιτρεπόμενου ανώτατου χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων, εφόσον οι ραδιοσταθμοί αυξήσουν τα ποσοστά μετάδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στη συγκεκριμένη διάταξη.

Το άρθρο 8 αφορά στη δημόσια εκτέλεση ελληνόφωνου τραγουδιού στους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχείων και των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων. Ειδικότερα ορίζονται τα ακόλουθα:

«1. Στους κοινόχρηστους χώρους των ξενοδοχείων και των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων των υποπερ. αα) και δδ) της περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014 … και εφόσον εκτελείται δημόσια μουσική, το ελάχιστο ποσοστό εκτέλεσης ελληνόφωνου τραγουδιού δεν μπορεί να είναι κατώτερο του σαράντα τοις εκατό (40%) του συνόλου των εκτελούμενων μουσικών έργων.

  1. Εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε ημερολογιακού εξαμήνου, οι έχοντες την εκμετάλλευση των ξενοδοχείων και των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων της παρ. 1, παραδίδουν στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4481/2017 … σε μορφότυπο τους καταλόγους με το σύνολο των μουσικών έργων που εκτέλεσαν δημόσια στους προβλεπόμενους στην παρ. 1 χώρους, υποβάλλοντάς τους ταυτόχρονα και στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης, εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή των καταλόγων, εκδίδουν βεβαίωση στην οποία αναφέρεται το ακριβές ποσοστό ελληνόφωνου τραγουδιού που εκτελέστηκε δημόσια κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος και την οποία κοινοποιούν και στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας εντός της ίδιας προθεσμίας.
  2. Από την υποχρέωση της παρ. 1 εξαιρούνται τα ξενοδοχεία ή τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα, στα οποία, για τεχνικούς λόγους, η δημόσια εκτέλεση λαμβάνει χώρα ενιαία από μία πηγή ήχου και σε άλλους κοινόχρηστους χώρους αυτών πέραν των προβλεπομένων στην περ ε. του άρθρου 3».

Ανάλογες διατάξεις προβλέπονται και στα άρθρα 9 (για τα εμπορικά κέντρα), 10 (για τα καζίνο) και 11 (για τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τους χώρους αναμονής επιβατών αερολιμένων και λιμένων).

Τέλος, στο άρθρο 14 καθορίζεται η διαδικασία ελέγχου και επιβολής διοικητικών κυρώσεων στους έχοντες την εκμετάλλευση ξενοδοχείων και σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, εμπορικών κέντρων, καζίνο, μέσων μαζικής μεταφοράς και των χώρων αναμονής αερολιμένων και λιμένων, για την παραβίαση των υποχρεώσεων μετάδοσης ελληνόφωνου τραγουδιού.

Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου ορίζεται, ότι «Αν παραβιαστούν οι υποχρεώσεις του άρθρου 8, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία εκδίδεται μετά από αιτιολογημένη εισήγηση του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.), χορηγείται στον έχοντα την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου ή του σύνθετου τουριστικού καταλύματος, εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Εντός δέκα (10) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας συμμόρφωσης, ο υπόχρεος οφείλει να υποβάλλει στον Ο.Π.Ι. τους μορφότυπους που αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις του άρθρου 8. Αν δεν υποβληθούν οι μορφότυποι ή από τους υποβληθέντες μορφότυπους διαπιστώνεται μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του άρθρου 8, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης εισήγησης του Ο.Π.Ι., επιβάλλεται στον υπόχρεο πρόστιμο από χίλια (1.000) ευρώ έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, η οποία εξαρτάται από τη διαπιστωθείσα απόκλιση από το υποχρεωτικό ποσοστό δημόσιας εκτέλεσης, από τη δυναμικότητα σε κλίνες του τουριστικού καταλύματος και την υποτροπή του παραβάτη».

Στην παράγραφο 5 ορίζεται, ότι «Τα πρόστιμα του παρόντος εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων». Ενώ, τέλος, στην παράγραφο 6 ορίζεται, ότι «Ο Ο.Π.Ι. δύναται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να εισηγηθεί τη μη επιβολή προστίμου σε περίπτωση που η παράβαση κρίνεται αιτιολογημένα ως ήσσονος βαρύτητας, ιδίως με βάση την απόκλιση από τα ποσοστά δημόσιας εκτέλεσης που καθορίζονται στα άρθρα 8 έως και 11».

Στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, που συνοδεύει το σχέδιο νόμου, αναφέρεται, ότι «Η αξιολογούμενη ρύθμιση επιλέγει την τάση πολλών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για την αύξηση της μετάδοσης μουσικών έργων στην εθνική τους γλώσσα που αφορούν κυρίως στη ραδιοφωνική μετάδοση». Και αναφέρονται παραδείγματα από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ουγγαρία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, όπου όμως, οι σχετικές ρυθμίσεις αφορούν μόνο σε αδειοδοτούμενους από το Κράτος ραδιοφωνικούς ή τηλεοπτικούς σταθμούς και όχι σε ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα, εμπορικά κέντρα κλπ., όπως προβλέπουν οι ρυθμίσεις του νόμου 5103/2024. Έτσι, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν φαίνεται να έχουν ανάλογο παράδειγμα σε άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΟΟΣΑ.

Με το παραπάνω περιεχόμενο, οι επίμαχες ρυθμίσεις του νόμου 5103/2024 εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, όσον αφορά καταρχήν στην παραβίαση της συνταγματικής αρχής της οικονομικής ελευθερίας και των ειδικότερων εκδηλώσεων αυτής. Συγκεκριμένα:

Ειδικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας αποτελεί η επιχειρηματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά τον πλέον αποδοτικό για τον επιχειρηματία τρόπο, εντός των ορίων του νόμου. Η επιχειρηματική ελευθερία, πέρα από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2), κατοχυρώνεται ρητά και στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει, ότι «Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Στα πλαίσια της επιχειρηματικής ελευθερίας, παρέχεται αξίωση αποχής του κράτους από το χώρο ελευθερίας που αναγνωρίζεται υπέρ των ιδιωτών και δικαίωμά τους να διαμορφώνουν ελεύθερα τον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Όπως γίνεται παγίως δεκτό, ο νόμος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην οικονομική ελευθερία, υπό όλες τις ειδικότερες εκδηλώσεις αυτής. Οι περιορισμοί όμως αυτοί πρέπει να επιβάλλονται καταρχήν μόνο για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο σκοπός που εξυπηρετείται με τις προωθούμενες διατάξεις, δηλαδή «η ενδυνάμωση της προστασίας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» και «ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση του πλαισίου προστασίας και προώθησης του ελληνόφωνου τραγουδιού και η προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, ως μέσων για τη διατήρηση και έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητας και την ανάδειξη, τη διαφύλαξη και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς», αποτελεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τα άρθρα 24 παρ. 1 και 6, 15 παρ. 2 εδ. α΄ και 16 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. αναλυτικότερα, Ι. Γκιτσάκη, Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημοσίου έργου, 2006, σελ. 407 επ., 441 επ.), ο οποίος μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στην οικονομική ελευθερία ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Πλην, όμως, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ο νομοθέτης δύναται να προβλέπει περιορισμούς ως προς τον τρόπο άσκησής της, μόνο υπό τον όρο της επιδίωξης στόχων δημοσίου συμφέροντος που τελούν σε συνάφεια με την εκάστοτε δραστηριότητα. Επιπλέον, οι ρυθμιστικοί όροι που περιορίζουν τις δυνατότητες νομίμως αδειοδοτημένων επιχειρήσεων να ασκούν τις επιτρεπόμενες δραστηριότητες με τον πλέον πρόσφορο γι’ αυτές οικονομικά και λειτουργικά τρόπο, πρέπει να τίθενται με εξαιρετική φειδώ και μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι για την προάσπιση υπερτερούντος, ειδικά προσδιοριζόμενου, δημοσίου συμφέροντος.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η πάγια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία, οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας, οι οποίοι τίθενται με καταφανή στόχο την εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων ορισμένης επαγγελματικής κατηγορίας, είναι αντισυνταγματικοί. Τούτο, διότι το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος θέτει ως όριο της οικονομικής ελευθερίας «τα δικαιώματα των άλλων» και όχι τα συμφέροντα των άλλων. Εφόσον λοιπόν θεωρηθεί ότι οι επίμαχες νομοθετικές διατάξεις αποσκοπούν πρωτίστως, όχι στην εξυπηρέτηση των επικαλούμενων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, αλλά στην εξυπηρέτηση των συντεχνιακών συμφερόντων μιας επαγγελματικής ομάδας, όπως αυτής των ελλήνων δημιουργών (συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών – τραγουδιστών και εκτελεστών – μουσικών), τότε οι ρυθμίσεις αυτές θα κριθούν ως αντισυνταγματικές.

Επιπλέον, οι επίμαχες ρυθμίσεις εγείρουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας και όσον αφορά στην παραβίαση των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Ειδικότερα, η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, επιτάσσει οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων να είναι μόνον οι εκάστοτε αναγκαίοι και πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μέτρου και του επιδιωκομένου με αυτό σκοπού. Η δε πάγια στάση της νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας τα τελευταία χρόνια, επί της στάθμισης μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, κινείται στο πλαίσιο του μικρότερου δυνατού περιορισμού της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Οι εξεταζόμενες ρυθμίσεις του νόμου 5103/2024 εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας, λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, τόσο ως προς την προσφορότητα και την αναγκαιότητα αυτών για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, όσο και ως προς το ζήτημα του δυσανάλογου και υπέρμετρου περιορισμού της επιχειρηματικής ελευθερίας των πληττόμενων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ενώ, τέλος, ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας εγείρει και το ύψος των προβλεπόμενων διοικητικών προστίμων, τα οποία μπορούν να ανέλθουν έως και το ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται άκρως υπερβολικό, παρά τη μείωσή του από το αρχικώς προβλεφθέν στο σχέδιο νόμου ποσό των 20.000 ευρώ

Περαιτέρω, οι συνταγματικές αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αλλά και της ασφάλειας δικαίου, εγγυώνται, ότι τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα που θεμελιώνονται στη νόμιμη δράση του ιδιώτη επιχειρηματία, θα διατηρηθούν στο μέλλον και δεν θα μεταβληθούν από το νομοθέτη δυσμενώς, αιφνιδίως και χωρίς τη συνδρομή αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος. Κάτι που φαίνεται να συμβαίνει με τις επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες ανατρέπεται ο τρόπος λειτουργίας των πληττόμενων ιδιωτικών επιχειρήσεων και διαμορφώνεται ένα νομικό και πραγματικό καθεστώς αβεβαιότητας, με σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα.

Ειδικά, μάλιστα, όταν η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα αφορά τον τομέα του τουρισμού (ξενοδοχεία και σύνθετα τουριστικά καταλύματα), καθώς, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, η προώθηση και ανάπτυξη του τουρισμού συνιστά δημόσιο σκοπό ή εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Πράγματι, η ανάπτυξη και προώθηση του τουρισμού και των τουριστικών δυνατοτήτων της χώρας, ως πηγής εθνικού πλούτου και μοχλού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας, αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς του κράτους, δηλαδή συνιστά δημόσιο σκοπό ή σκοπό δημόσιας υπηρεσίας με την ουσιαστική έννοια του όρου (βλ. αναλυτικότερα Ι. Γκιτσάκη, Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημοσίου έργου, σελ. 269 – 271, 410 – 411, 424, 494 και 501 – 503). Τούτο, διότι πρόκειται για μία οικονομική δραστηριότητα με τεράστια σημασία για την εθνική οικονομία, η οποία αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του ελληνικού ΑΕΠ.

Επιπλέον, εγείρονται και ζητήματα παραβίασης του δικαιώματος στην περιουσία, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και παραβίασης του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου και ιδίως της ελευθερίας εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρο 56 ΣΛΕΕ).

Προβληματική, επίσης, είναι και η υπέρμετρη «ανάμιξη» του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Ο.Π.Ι.) στη διοικητική διαδικασία ελέγχου και επιβολής διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 14 του νόμου, με δεδομένο ότι ο Ο.Π.Ι. αποτελεί ΝΠΙΔ (δηλαδή ιδιωτικό φορέα) και όχι ΝΠΔΔ (δηλαδή δημόσιο φορέα). Έτσι, η εξάρτηση της απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου από την αιτιολογημένη εισήγηση του Ο.Π.Ι. (παρ. 1), εμφανίζεται άκρως προβληματική. Το ίδιο και η δυνατότητα που δίνει στον Ο.Π.Ι. η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου, να εισηγηθεί τη μη επιβολή προστίμου σε περίπτωση που η παράβαση κρίνεται αιτιολογημένα ως ήσσονος βαρύτητας.

Τέλος, ιδιαίτερα προβληματική από πλευράς συνταγματικότητας είναι και η διαφορετική αντιμετώπιση στο νόμου των ιδιωτικών επιχειρήσεων (ξενοδοχείων, σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων, εμπορικών κέντρων κλπ.), έναντι των δημόσιων και ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών, οι οποίοι δεν ασκούν μία απλή οικονομική – επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά παρέχουν υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το 15 παρ. 2 του Συντάγματος, «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους». Έτσι, λοιπόν, η πρόβλεψη, με τα άρθρα 8 επ. του νόμου, υποχρεωτικών περιοριστικών ρυθμίσεων, και μάλιστα υπό την απειλή υψηλών διοικητικών προστίμων, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν καθαρά οικονομική – επιχειρηματική δραστηριότητα (ξενοδοχεία, σύνθετα τουριστικά καταλύματα, εμπορικά κέντρα κλπ.), έναντι της θέσπισης, με το άρθρο 7, απλώς κινήτρων και όχι υποχρεώσεων, για επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες υπάγονται, κατά το Σύνταγμα, υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους, εγείρει προφανώς σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας των συγκεκριμένων άρθρων του νόμου.

Η προστασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και ειδικότερα η προστασία και προώθηση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ελληνικής γλώσσας, ως μέσων για τη διατήρηση και έκφραση της πολιτιστικής ταυτότητας και την ανάδειξη, τη διαφύλαξη και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αποτελούν, προφανώς, ιδιαίτερα σημαντικούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Η εξυπηρέτηση αυτών των σκοπών, όμως, δεν μπορεί να επιχειρείται με ρυθμίσεις που επιβάλλουν υπέρμετρες και δυσανάλογες υποχρεώσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (και μάλιστα υπό την απειλή υψηλών διοικητικών προστίμων), καθώς οι ρυθμίσεις αυτές εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης στο ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο. Σε μία δυτική χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων σκοπών δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να γίνεται μέσω της θέσπισης ενός πλαισίου στοχευμένων οικονομικών, φορολογικών ή άλλων κινήτρων προς τις επιχειρήσεις και όχι με υποχρεωτικές και επιτακτικές ρυθμίσεις καταφανούς αντισυνταγματικότητας και αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω | Ιστοσελίδα | + Άρθρα

Ο Δρ. Ιωάννης Γκιτσάκης είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω στη Θεσσαλονίκη, με ειδίκευση στις Δημόσιες Συμβάσεις και στις Συμβάσεις Παραχώρησης και ΣΔΙΤ, Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου και Σύμβουλος Επενδύσεων και Τουριστικών Επιχειρήσεων.

Ετικέτες
02/05/2024
01/05/2024
30/04/2024
29/04/2024
26/04/2024
25/04/2024