Τελευταία νέα
ΑρχικήΤουριστικές ΤάσειςΈρευνες-ΜελέτεςΑύξηση 6%-7% προβλέπει για το τρέχον έτος το ΙΤΕΠ
Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων

Αύξηση 6%-7% προβλέπει για το τρέχον έτος το ΙΤΕΠ

Το 2006 είναι το δεύτερο συνεχές καλό τουριστικό έτος στην μεταολυμπιακή περίοδο. Το 2005, πρώτο έτος ανακάμψεως από πενταετίας, συνοδεύθηκε από επιτάχυνση του ρυθμού αυξήσεως το 2006. Με αυξητικό ρυθμό σε όρους αφίξεων και διανυκτερεύσεων 7,7%, πραγματοποίησε επίδοση 70% υψηλότερη, τόσο του παγκόσμιου ρυθμού (4,5%) και διακριτά υψηλότερη των ανταγωνιστριών χωρών…

Το 2006 είναι το δεύτερο συνεχές καλό τουριστικό έτος στην μεταολυμπιακή περίοδο. Το 2005, πρώτο έτος ανακάμψεως από πενταετίας, συνοδεύθηκε από επιτάχυνση του ρυθμού αυξήσεως το 2006. Με αυξητικό ρυθμό σε όρους αφίξεων και διανυκτερεύσεων 7,7%, πραγματοποίησε <...>επίδοση 70% υψηλότερη, τόσο του παγκόσμιου ρυθμού (4,5%) και διακριτά υψηλότερη των ανταγωνιστριών χωρών. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει την εκτίμηση, κατά το ΙΤΕΠ (Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων) για μονιμότερη έξοδο της χώρας από την υφεσιακή κατάσταση για τον τουρισμό που συνετηρείτο ακόμη και μέχρι το 2004. Βεβαίως, ερωτηματικά εγείρονται καθ’ όσον αφορά στην υστέρηση που παρουσιάζουν οι συναλλαγματικές εισπράξεις έναντι των αφίξεων. Η υστέρηση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι απλά με αναφορά στις πολιτικές all inclusive, που φαίνεται να εξαπλώνονται διακριτά.

Η πολύ καλή επίδοση του τουριστικού τομέα κατά τη διετία 2005-2006 έχει προεξαρχόντως προσδιορισθεί από εσωτερικούς παράγοντες, όπως είναι η προβολή και διαφήμιση, αλλά και η αναβάθμιση των υποδομών. Η καθίζηση του τουρισμού κατά την περίοδο 2001-04 δεν προήλθε αποκλειστικά από την απουσία της χώρας στα τουριστικά δρώμενα ανά τον κόσμο. Σημαντικός υπήρξε σχετικώς, όπως τονίζει το ΙΤΕΠ, και ο ρόλος της καθιζήσεως της μέσης ολικής ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, κατά βάση προερχόμενης από την περαιτέρω υποβάθμιση του εξωξενοδοχειακού περιβάλλοντος.

Το δίδαγμα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με την έστω μερική αναβάθμιση των υποδομών και της φιλοξενίας, είναι καταλυτικό και δείχνει το δρόμο για την αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών τουριστικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Αξιοποίηση που θα διατηρήσει μεσο-μακροπροθέσμως ικανοποιητικό βαθμό αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας.

Η πρόβλεψη για το τρέχον έτος, εν απουσία εξωγενών αποτρεπτικών παραγόντων, είναι ομοίως αισιόδοξη. Το Ινστιτούτο εκτιμά ότι οι επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας, προεξαρχόντως δε των δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και ο αυξανόμενος ρόλος των αναδυομένων χωρών της Ανατ. Ευρώπης, διαμορφώνουν ευμενές πλαίσιο για τη συνέχιση της διαστολής της τουριστικής δραστηριότητας, με αρκετά ικανοποιητικό βαθμό. Η αύξηση προβλέπεται να είναι της τάξεως του 6-7%, με τάση να κινηθεί πλησιέστερα προς το 7% παρά στο 6%. Η φαινομενικά συντηρητική αυτή πρόβλεψη, ενόψει πιο αισιόδοξων προβλέψεων από τουριστικούς παράγοντες, έχει επηρεασθεί και από την σκέψη ότι η Τουρκία θα εξαντλήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες ανακτήσεως απωλεσθέντος εδάφους (-8,7% το 2006). Πάντως, ενόψει της προβλέψεως του Π.Ο.Τ. για αύξηση του παγκόσμιου τουρισμού το 2007 κατά 4%, επαλήθευση της παρούσας προβλέψεως για την Ελλάδα θα είναι άκρως αισιόδοξη εξέλιξη, όχι μόνο για τον τουριστικό τομέα, αλλά και για την ελληνική οικονομία.

Πρέπει να σημειωθεί, να ερμηνευθεί και να αντιμετωπισθεί η στασιμότητα που άρχισε να ενδημεί στα Ιόνια Νησιά, ένα ιδιαιτέρως προσφιλή προορισμό επί σχετικά μακρά περίοδο. Το αίτιο είναι προφανώς σύνθετο, στο οποίο συμμετέχουν ισοτίμως Πολιτεία αλλά και η εντοπία τουριστική επιχειρηματική τάξη. Είναι εντυπωσιακή η επίδοση των προορισμών Κρήτη-Δωδεκάνησος με ρυθμούς +10,2% και +9,6% αντιστοίχως, αλλά και των νησιών του Β. Αιγαίου.

Η πρόβλεψη για το τρέχον έτος στηρίζεται σε πολλούς παράγοντες, εσωτερικής και εξωτερικής προελεύσεως. Από εσωτερικής απόψεως, οι ακόλουθοι παράγοντες αναμένεται να ενεργήσουν θετικώς:

  • Η αναβάθμιση των γενικών υποδομών και ευρύτερη αναγνωρισιμότητα της Ελλάδας ως προορισμού, ως επακόλουθο του 2004, καθώς και της ικανοποιητικού βαθμού προβολής και διαφημίσεως όλου του τουριστικού περιβάλλοντος της χώρας.

  • Η δραστηριοποίηση της τουριστικής πολιτικής προσελκύσεως πελατείας από την περιοχή των ανατολικών χωρών της Ευρώπης έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς, προβλέπεται δε να αποτελέσει πυλώνα της περαιτέρω τουριστικής αναπτύξεως της χώρας, εφάμιλλο χωρών προελεύσεως, όπως η Γερμανία και Μεγ. Βρετανία. Τα μεγάλα αποθέματα της μη εισέτι εκδηλωθείσας τουριστικής ζητήσεως και το ταχέως βελτιούμενο επίπεδο διαβιώσεως για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού προδιαθέτουν θετικώς για διατύπωση αισιόδοξης προβλέψεως. Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί ότι η Τουρκία δέχεται από την περιοχή αυτή τουριστικό πλήθος της τάξεως των 3,5 εκατ. ατόμων, έναντι 300-400 χιλιάδων που επισκέπτονται κατ’ έτος την Ελλάδα.

  • Η συγκράτηση των τιμών στα καταλύματα σε συνδυασμό με την ανάσχεση της φθίνουσας ποιότητας των εξωξενοδοχειακών υπηρεσιών βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, σε πείσμα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που απολαμβάνουν προς το παρόν οι μεσογειακοί δολαριακοί προορισμοί.

  • Η στέρεα αναπτυξιακή επίδοση του κόσμου και ιδιαιτέρως των χωρών προελεύσεως του κύριου όγκου των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, αποτελούν ισχυρή βάση θεμελιώσεως αισθήματος αισιοδοξίας.

  • Η αναζωογόνηση της αμερικανικής αγοράς, ως προελεύσεως, άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Έχει δε τούτο ιδιαίτερη σημασία, διότι η ανά διανυκτέρευση δαπάνη είναι σχετικώς υψηλή και ο αριθμός διανυκτερεύσεων ανά άφιξη μεγάλος.


Η διατυπούμενη αισιόδοξη πρόβλεψη υπαγορεύει την ανάγκη διατυπώσεως επισημάνσεων αναφορικώς με την συνέχεια της τουριστικής πολιτικής σ’ όλες τις βασικές αυτές διαστάσεις: βελτίωση της ποιότητας, συνέπεια μεταξύ τιμής και ποιότητας και προβολή και διαφήμιση των δύο πρώτων διαστάσεων. “Επιτυχής τουριστική πολιτική και ανάπαυση επί των δαφνών της επιτυχίας αποτελούν έννοιες αντιφατικές” τονίζεται. Ο ανταγωνισμός απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, συνεχή βελτίωση της ολικής ποιότητας, συνεχή προσπάθεια μειώσεως του κόστους για δεδομένη ποιότητα και συνεχή και “επαρκούς μεγέθους” προβολή και διαφήμιση. Οι προτιμήσεις των καταναλωτών υπόκεινται σε μεταβολές υπό την επίδραση της ανόδου του βιοτικού επιπέδου, αλλά και της κτηθείσας τουριστικής εμπειρίας. Η τουριστική πολιτική οφείλει να προηγείται κατά τινα τρόπο της εμφανίσεως των αλλαγών στις προτιμήσεις και να εναρμονίζεται συνεχώς προς τις ανάγκες που δημιουργεί ο διεθνής ανταγωνισμός, ιδίως σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες.

Εσωτερικός Τουρισμός

Έχει τονισθεί στις μελέτες του ΙΤΕΠ ότι δεν υπάρχει ισοδυναμία, από αναπτυξιακή άποψη, ίσων μεταβολών του αλλοδαπού και του εσωτερικού τουρισμού. Ο αλλοδαπός τουρισμός, καθ’ ο εξωγενής, επηρεάζει αυτονόμως και δραστικώς την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Ο εσωτερικός τουρισμός δεν διαθέτει αυτήν τη δυνατότητα, διότι οι επιδράσεις ομοιάζουν, σε κάποιο βαθμό, με τις επιδράσεις παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Η τουριστική δαπάνη του εσωτερικού τουρισμού δημιουργεί πολύ μικρότερη συγκριτικά προστιθέμενη αξία. Όταν, όμως, ο εσωτερικός τουρισμός γίνεται υποκατάστατο του αλλοδαπού, τα οικονομικά αποτελέσματα ίσης τουριστικής δαπάνης εξισώνονται.

Είναι για τον λόγο αυτό χρήσιμο να γίνει αξιολόγηση του προγράμματος “Μένουμε Ελλάδα”. Με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία (2005, πρώτο έτος εφαρμογής), η επιτυχία του προγράμματος είναι τόσο εντυπωσιακή, που πιθανότατα υπερβαίνει και τις πλέον αισιόδοξες προσδοκίες της ηγεσίας του Υπουργείου Τουριστικής Αναπτύξεως.

Κατά την περίοδο 2000-2004 ο αριθμός των αφίξεων σε επιχειρηματικού τύπου καταλύματα αυξήθηκε με μέσο ρυθμό της τάξεως του 4%, έναντι αυξήσεως 29,3% για το 2005, πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η αύξηση του αριθμού των διανυκτερεύσεων. Έναντι μειώσεως κατά 2,3% ετησίως στην τετραετία 2000-2004, πραγματοποιήθηκε αύξηση 34,4% το 2005. Η εντυπωσιακή αυτή αύξηση του εσωτερικού τουρισμού είναι πιθανόν να έχει ασκήσει εντονότερη αναπτυξιακή επίδραση. (α) Η μείωση του ρυθμού αφίξεων και διανυκτερεύσεων στα ιδιόκτητα καταλύματα υποκρύπτει ενδεχομένως υποκίνηση ανθρώπων, που συνήθως πραγματοποιούσαν διακοπές σε ιδιόκτητα καταλύματα, να αναζητήσουν νέες εμπειρίες και γνωριμίες εντός της χώρας. (β) Ο υψηλός ρυθμός αυξήσεως αυτών που πραγματοποίησαν διακοπές σε κατοικίες φίλων και γνωστών ενδέχεται να εμπεριέχει επιδράσεις από το πρόγραμμα “Μένουμε Ελλάδα”.

Ελληνική Οικονομία – Τάσεις και Προοπτικές 2006-2007

Η αναπτυξιακή επίδοση της ελληνικής οικονομίας είναι αρκετά ισχυρή και συμπορεύεται με διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές που προοιωνίζονται συνέχιση αυτής και κατά την ακολουθούσα μεσοπρόθεσμη περίοδο. Με ρυθμό αναπτύξεως 65% υψηλότερο του ρυθμού αναπτύξεως της Ευρωζώνης επιταχύνεται η πραγματική σύγκλιση της πραγματικής οικονομίας, που συνιστά θεμελιώδη επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής. Χωρίς ταχεία ανάπτυξη, όπως γενικώς αναγνωρίζεται, είναι αδύνατη οποιαδήποτε ουσιαστική βελτίωση, σε ποσότητα και διάρκεια, της συμβολής του κράτους στην άρση των έντονων εισοδηματικών ανισοτήτων πληθυσμιακών ομάδων και περιφερειών, αλλά και αναβαθμίσεως των κοινωνικών υπηρεσιών.

Στη διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού αναπτύξεως είναι σημαντική η συμβολή της εξαγωγής αγαθών, που προκαλούν πραγματικά αισθητή ανάκαμψη, παραγκωνίζοντας βαθμιαίως και κατά ορατό τρόπο των ρόλο των εξαγομένων υπηρεσιών. Η σημαντική ανάκαμψη του τουρισμού δεν επαρκεί, ώστε να εξουδετερωθεί η αποδυνάμωση των λοιπών εξαγόμενων υπηρεσιών. Ωστόσο, η αρκετά ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών μειώνει την δυναμική της τελικής ζητήσεως και, αντιστοίχως, τον ρυθμό αναπτύξεως σε επίπεδο κατώτερο του ρυθμού αυξήσεως της τελικής ζητήσεως.

Είναι σημαντικό να τονισθεί, ότι η δυναμική που βαθμιαίως σωρεύει η ελληνική οικονομία της επιτρέπει να απορροφά ισχυρούς κραδασμούς, όπως είναι οι ασυνήθεις αυξήσεις των τιμών των καυσίμων και των βασικών πρώτων υλών. Παραλλήλως, η ασκούμενη πολιτική συγκυρίας και αναπτύξεως και τον πληθωρισμό αποδυναμώνει και τα δημοσιονομικά ελλείμματα περιορίζει, με τάση μηδενισμού σε σχετικώς βραχύ χρονικό ορίζοντα. Ωστόσο, η πολύ βραδεία αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στην συνολική τελική ζήτηση, καθιστά την ενίσχυση αυτών παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ, ενόψει της ταχείας αυξήσεως των εισαγωγών, προκειμένου να περιορισθεί η ανεξέλεγκτη αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η συνέχιση αυξήσεως ή και απλώς διατηρήσεως του παρόντος επιπέδου του ελλείμματος, ως ποσοστού του ΑΕΠ, είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε μείωση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας και ικανότητας της χώρας, με συνέπειες για την ανάπτυξη, απασχόληση και οικονομική ευημερία.

Με τη διατήρηση του ρυθμού αναπτύξεως στο 3,8% επί τρία συναπτά έτη (2005-2007) συμπορεύθηκε και οριακή βελτίωση της διαρθρώσεως της δαπάνης από άποψη αναπτυξιακού προσανατολισμού. Πρόβλημα παραμένει ο συγκριτικά υψηλός ρυθμός αυξήσεως της καταναλώσεως, ιδιωτικής και δημόσιας, για διαφορετικούς λόγους. Η ιδιωτική κατανάλωση, διότι συνετηρήθη με την επικουρία υπερβολικού δανεισμού από τις τράπεζες με δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά και της μελλοντικής καταναλωτικής δυνατότητας των ιδιωτών (βάρη δανεισμών, βραδύτερη ανάπτυξη), η δε δημόσια, διότι απορροφά οικονομικούς πόρους, τους οποίους χρησιμοποιεί με άκρως χαμηλή παραγωγικότητα. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων στην δαπάνη της οικονομίας δεν συμπορεύθηκε με αντίστοιχη βελτίωση της εσωτερικής διαρθρώσεως αυτών, με συνέπεια το αναπτυξιακό αποτέλεσμα να είναι μικρότερο σε σύγκριση με αυτό που συνεπάγεται η συνολική αύξηση αυτών.

Από άποψη πληθωριστικών πιέσεων, η βελτίωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος με την μεγάλη μείωση των τιμών των καυσίμων, αποκλιμάκωσε διακριτά την υφέρπουσα τάση αυξήσεως των τιμών. Η εν δυνάμει μείωση είναι μεγαλύτερη της καταγραφείσας, θα αποτυπωθεί δε στην εξέλιξη του τιμαρίθμου κατά το τρέχον έτος. Υπάρχουν, ως γνωστόν, χρονικές υστερήσεις μεταξύ παραγόντων που αυξάνουν το κόστος παραγωγής και εκδηλώσεως του αποτελέσματος στην αγορά, το οποίο έχει διάρκεια μηνών.

Παγκόσμια Οικονομία – Επιδόσεις και Προοπτικές 2006-2007

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε φάση ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής (της τάξεως του 5%), με πρωτοστατούσα την αναπτυσσόμενη Ασία και γενικότερα τον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου οι ρυθμοί αναπτύξεως είναι υπερδιπλάσιοι των ρυθμών των ανεπτυγμένων οικονομιών, με την πολυάνθρωπη Κίνα να πραγματοποιεί τριπλάσιο ρυθμό. Είναι σημαντικό, ότι η αναπτυξιακή δυναμική διατηρείται χωρίς, εμφανή τουλάχιστον, αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων, παρά την πρωτοφανή αύξηση στις τιμές βασικών πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο και τα μεταλλεύματα.Η προβλεπόμενη από τους διεθνείς οργανισμούς ελαφρά υποχώρηση του παγκόσμιου ρυθμού αναπτύξεως, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί υπερβολική. Κυρίως, λόγω υπεκτιμήσεως της αναπτυσσόμενης δυναμικής μεγάλων χωρών, όπως είναι η Γερμανία και η Ιαπωνία, ακόμη και οι ΗΠΑ, αλλά και η Ευρωζώνη, ως σύνολο.

Η καθολική αναπτυξιακή δυναμική δεν είναι, βέβαια, τυχαία, και ασφαλώς δεν είναι ανεξάρτητη της παγκοσμιοποιήσεως και της με αυτή συνυφασμένης στενότερης συνεννοήσεως μεταξύ κρατών και συντονισμού πολιτικών ευνοουσών την ανάπτυξη και τη νομισματική σταθερότητα.
Είναι εντυπωσιακή η ανθεκτικότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος απέναντι σε παράγοντες, η ύπαρξη των οποίων σε άλλες εποχές θα προκαλούσε σοβαρές αναταράξεις με έντονες αρνητικές επιπτώσεις στη νομισματική σταθερότητα. Η δημοσιονομική πειθαρχία και η συγκράτηση του μισθολογικού κόστους – σε γενικούς όρους – αποτελεί ομοίως χαρακτηριστικό της σύγχρονης λειτουργίας του οικονομικού συστήματος και συνδέεται, βεβαίως, με την ανάγκη δημιουργίας διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής, ενόψει της σε μεγάλο βαθμό απελευθερώσεως του διεθνούς εμπορίου. Είναι εντυπωσιακές οι επιδόσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, ως συνόλου, όχι μόνο στην ανάπτυξη, αλλά και σε εφαρμογή πολιτικών εξυγιάνσεως των οικονομιών τους (δημοσιονομικών κ.ά.).

Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες, οι οποίες είναι πιθανόν να εξελιχθούν κατά τρόπο βλαπτικό για την ανάπτυξη. Τιμές καυσίμων, αύξηση επιτοκίων, φούσκα ακινήτων και έντονες συναλλαγματικές ανισορροπίες είναι παράγοντες που ενδέχεται να απειλήσουν επαλήθευση των αισιόδοξων προβλέψεων. Υπάρχουν, όμως, και ανασχετικές-εξισορροπητικές δυνάμεις με επίκεντρο τις μεγάλες και ανταγωνιστικές διεθνώς οικονομίες της Ιαπωνίας και Γερμανίας, όπου η ανάκαμψη της εσωτερικής καταναλωτικής ζητήσεως είναι ικανή να αντισταθμίσει σε υψηλό βαθμό τους αναφερθέντες κινδύνους. Μεγαλύτερη, όμως, εξισορροπητική δύναμη εξακολουθεί να είναι ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών με κατανόηση και αλληλεγγύη, ώστε να ανακοπεί η υφέρπουσα νέο-προστατευτική τάση, η οποία είναι περισσότερο ευκρινής στην περίπτωση των ΗΠΑ.

Στους σταθεροποιητικούς παράγοντες πρέπει να ενταχθεί και η αναπτυξιακή δυναμική του αναπτυσσόμενου κόσμου, η οποία έχει εξελιχθεί σε αυτόνομη δύναμη επηρεασμού των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, ότι μεταξύ 1996 και 2006 το μερίδιο των αναπτυσσομένων χωρών στο παγκόσμιο προϊόν αυξήθηκε – με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες – από 43,4% σε 48% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σε όρους, όμως, αγοραστικών δυνάμεων, η σχέση έχει πλήρως αναστραφεί, με πλήρως διακριτή την ποσοτική, σε απόλυτους όρους, υπεροχή αναπτυσσόμενων και σε μετάβαση χωρών. Συγκεκριμένως, εκτιμάται, ότι με συναλλαγματικές ισοτιμίες σε όρους αγοραστικής δυνάμεως, οι αναπτυσσόμενες-αναδυόμενες οικονομίες αντιπροσωπεύουν το 60% του παγκόσμιου προϊόντος.

Ιστοσελίδα | + Άρθρα
Ετικέτες
26/04/2024
25/04/2024
24/04/2024
23/04/2024
22/04/2024
19/04/2024